Λίμερικ ονομάζεται ένα είδος ποίησης, που αποτελείται από μια χιουμοριστική στροφή πέντε στίχων και έχει ομοιοκαταληξία που ακολουθεί τον κανόνα αα-ββ-α, δηλαδή ο 1ος στίχος ομοιοκαταληκτεί με τον 2ο και τον 5ο στίχο και ο 3ος με τον 4ο.
Είναι ποιήματα σύντομα, σατιρικά ή απλώς κωμικά, α-νοηματικά/ά-λογα.
Τα λίμερικ πρωτοδημοσιεύτηκαν στην Αγγλία , με ρίζες από παραδοσιακές ? λαϊκές ποιητικές φόρμες στα 1719. Αναγνωρίστηκαν ως δόκιμο ποιητικό είδος το 1846, με το έργο του Εδουάρδου Ληρ: «Το βιβλίο των ανοησιών» (The book of nonsense). Το έργο αυτό πρόσφερε στην Ποίηση μια ανάλαφρη, παιχνιδιάρικη διάσταση και μια πρωτόγνωρη ελευθερία.
Τον Λιρ τον μιμήθηκαν μεγάλοι συγγραφείς, όπως ο Σουίνμπερν, ο Τένυσον, ο Κίπλινγκ, αλλά μάλλον δεν μπόρεσαν να τον φτάσουν.
Στην Ελλάδα, πρώτος που αποπειράθηκε να γράψει λίμερικ είναι ο Γιώργος Σεφέρης. Μάλιστα, πήγε να αποδώσει τον όρο στα ελληνικά με τη λέξη «ληρολόγημα», συνδυάζοντας το όνομα του Λιρ με τη λέξη «λήρος», που σημαίνει τρελή κουβέντα, ασυνάρτητα λόγια. Το 1975 εξέδωσε μια συλλογή από λίμερικ, με τον τίτλο «Ποιήματα με ζωγραφιές σε μικρά παιδιά».
Οι μαθητές της ΣΤ2 τάξης γράφουν ποιήματα λίμερικ:
Μία γριά από την πόλη
που έτρωγε την τούρτα όλη
και σαν της έδωσαν κι άλλο
έπαθε κακό μεγάλο.
Η καημένη η γριά από την πόλη
Χαριτίνη Σαρρή
Ήταν ένας γκρίζος ποντικός
όμορφος και παχουλός,
να τον φάει θέλει η ψιψίνα
που πεθαίνει από την πείνα.
Τώρα έγινε καπνός ο μικρός ο ποντικός.
Βασιλική Παπακωστοπούλου
Ήταν ένα κορίτσι από την Ρόδο
που κρατούσε στο χέρι ένα ρόδο
και το έδωσε στο Βαγγέλη
που του άρεσε το μέλι.
Αυτό το κορίτσι από την Ρόδο
Ελευθερία Φερτάκη
Ήταν μια γριά από την Ινδία
που ήθελε να πάει στην Αυστραλία.
Έφτιαξε ένα ξύλινο κανό
Και ανοίχτηκε στον Ινδικό Ωκεανό.
Τούτη η γριά από την Ινδία.
Ελευθερία Φερτάκη
Ένας άντρας απ΄ τον Καναδά
ήθελε να φάει χαλβά,
δεν βρήκε σιμιγδάλι
πήγε στη Σενεγάλη.
Αυτός ο άντρας από τον Καναδά.
Παναγιώτης Τράκας
Ένας κομμωτής με κομμωτήριο
ήθελε να πάει γυμναστήριο.
να γυμνάσει το κορμί
για να κουρεύει το μαλλί.
Αυτός ο κομμωτής με το κομμωτήριο.
Παναγιώτης Τράκας
Μια τρομπέτα χαρωπή
έπαιζε τις νότες ντο και σι
μία μέρα έπαιξε το μι
σαν τον φάλτσο της το σι.
Η χαρωπή αυτή τρομπέτα.
Παναγιώτης Τράκας
Πέντε αυτοκίνητα στην Τυνησία
θέλανε να πάνε Ινδονησία.
να δούνε τα παιδιά
που παίζουν με χαρά.
Τα πέντε αυτοκίνητα απ΄ την Τυνησία.
Παναγιώτης Τράκας
Ήτανε ένα παιδί από την Ισπανία
που είχε μια φίλη, τη Μαρία.
Μια μέρα τσακώθηκαν
αλλά ξαναενώθηκαν
με το παιδί από την Ισπανία.
Παναγιώτης Κοίλιας
Ήτανε μια γριά στο Βερολίνο
που ήθελε να παίξει κίνο
αλλά δεν είχε τα κατάλληλα λεφτά
και της έπεσαν εφτά.
Μια γριά στο Βερολίνο.
Παναγιώτης Κοίλιας
Ήταν κάποτε μια κοπελιά
που λεγόταν Πασχαλιά
και την βρήκε ένα παλικάρι
που κρατούσε ένα φανάρι.
Ήταν κάποτε μια κοπελιά.
Δήμητρα Τσελίκα
Ήταν μια φορά μια γριά
που ήταν μάγισσα κακιά
στο δρόμο έκανε πολλά.
Μα συνάντησε τον μαχαραγιά
που την έκανε βάτραχο γριά.
Δήμητρα Τσελίκα
Ήταν ένα κορίτσι από την Σερβία
που τα έλεγε παπαγαλία.
Μία μέρα ξέχασε ένα άχαρο
και της ανέβηκε το ζάχαρο.
Αυτής της κοπελιάς από την Σερβία.
Δήμητρα Τσελίκα